Ιουδαία

Ιουδαία
Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή, που αποτελούσε το νοτιότερο τμήμα της αρχαίας Παλαιστίνης. Η I. ορίζεται στα Δ από την παράκτια πεδιάδα που βρέχεται από τη Μεσόγειο, στα Α από την παλαιστινιακή τεκτονική τάφρο (την οποία οι κάτοικοί της ονομάζουν Ελ Γορ και στα Ν καταλαμβάνεται από τη Νεκρά θάλασσα, ενώ στα Β διαρρέεται από τον Ιορδάνη), στα Δ από τα ανάγλυφα της Σαμάρειας και στα Ν από τα ανάγλυφα της Ιδουμαίας ή, σύμφωνα με άλλη οροθέτηση, από την πεδιάδα της Βηρσαβεέ. Τα όρια αυτά δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Η Ι. αποτελείται από ένα σύνολο υψιπέδων ισχυρότατα διαβρωμένων, τα οποία διαρρέονται από ποταμούς. Η περίμετρός της είναι σχετικά απαλή στα Δ της υδροκριτικής γραμμής, πολύ απόκρημνη στα Α, όπου σε μήκος σχεδόν 30 χλμ. κατέρχεται από το ύψος περίπου των 1.000 μ. των πιο ψηλών κορυφών στα -395 μ. της Νεκράς θάλασσας, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο κοίλωμα της Γης. Στο υψίπεδο βρίσκονται διάφορες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Ιερουσαλήμ, η Βηθλεέμ και η Χεβρώνα· στην Ελ Γορ βρίσκεται επίσης και η Ιεριχώ. Μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 (βλ. λ. Μεσανατολικό) η περιοχή κατέχεται από το Ισραήλ. Τοπίο της Ιουδαίας, κοντά στη Βηθλεέμ. Η ιστορική αυτή περιοχή έχει διαμορφωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από μία σειρά υψιπέδων. Η Ίος, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων, είναι ένα από τα πιο τουριστικά νησιά των Κυκλάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιουδαία — η τμήμα της Παλαιστίνης μεταξύ Νεκρής Θάλασσας και Μεσογείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰουδαῖα — Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰουδαία — Ἰουδαί̱ᾱ , Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc/acc dual Ἰουδαί̱ᾱ , Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰουδαίᾳ — Ἰουδαί̱ᾱͅ , Ἰουδαῖος a Jew fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… …   Dictionary of Greek

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • ιουδαίηθεν — ἰουδαίηθεν (Α) (ποιητ. επίρρ.) από την Ιουδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰουδαία + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”